αγριοκοίταγμα

αγριοκοίταγμα
το злобный, свирепый взгляд

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αγριοκοίταγμα" в других словарях:

  • αγριοκοίταγμα — το [αγριοκοιτάζω] άγριο κοίταγμα, βλοσυρό βλέμμα …   Dictionary of Greek

  • αγριοκοιτάζω — και κοιτώ κοιτάζω κάποιον άγρια, βλοσυρά, απειλητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρημα άγρια + κοιτάζω. ΠΑΡ. αγριοκοίταγμα, αγριοκοιταξιά] …   Dictionary of Greek

  • αγριοκοιταξιά — η [αγριοκοιτάζω] το αγριοκοίταγμα* …   Dictionary of Greek

  • αγριοκύτταγμα — αγριοκυττάζω κ.λπ. βλ. αγριοκοίταγμα, αγριοκοιτάζω κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • αγριοματιά — η [αγριομάτης] το αγριοκοίταγμα* …   Dictionary of Greek

  • αγριοξάνοιγμα — το [αγριοξανοίγω] το αγριοκοίταγμα* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»